- δοξαριά
- η [δοξάρι]1. ρίξιμο με τόξο, σαϊτιά2. το χτύπημα τών χορδών έγχορδου μουσικού οργάνου με τριβή ειδικού τόξου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοξαριά — η η κρούση των χορδών ενός μουσικού οργάνου με το δοξάρι καθώς και ο ήχος που παράγεται: Με τις δοξαριές του καθήλωσε το κοινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξάρια — δοξάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκριά — η δοξαριά, τόξευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για συγκεκομμένο τ. τού ουσ. δοξαριά] … Dictionary of Greek
δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… … Dictionary of Greek